- μυθιστοριογραφώ
- -έω1. ασχολούμαι με τη συγγραφή μυθιστορημάτων2. διασκευάζω πραγματική διήγηση που αφορά σε γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα, παρουσιάζοντάς τα με μυθιστορηματική μορφή («μυθιστοριογραφώ) τη δράση ήρωα τής Επανάστασης τού 1821»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυθιστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Αλ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.